Previous Next
ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗ ΣΤΕΝΩΣΗ

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΕΝΩΣΗΣ

Η σπονδυλική στένωση ή σπονδύλωση αποτελεί την κατάσταση κατά την οποία λόγω εκφυλιστικών διεργασιών όπως δισκοκήλες, οστεόφυτα ή υπερτροφία των αρθρώσεων, οδηγεί σε ελάττωση κάτω των 12 χιλιοστών της διαμέτρου του σπονδυλικού σωλήνα. Παρατηρείται στην αυχενική και στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης με διαφορετικά συμπτώματα και κλινική σημειολογία.

Η αυχενική στένωση παρατηρείται σε ποσοστό 20% έως 25% σε ηλικία μέχρι 50 ετών και στο 70% έως 95% σε ηλικία μεγαλύτερη των 65 ετών. Συνήθως η πάθηση εξελίσεται ύπουλα χωρίς να εμφανίζει αξιόλογα συμπτώματα και γι’ αυτό πριν την ανάπτυξη των απεικονιστικών μεθόδων (μαγνητική τομογραφία) παρατηρούνταν περισσότεροι ασθενείς σε προχωρημένο στάδιο αυχενικής μυελοπάθειας. Η έναρξη των συμπτωμάτων γίνεται στην έκτη δεκαετία και οι άνδρες υπερτερούν έναντι των γυναικών. Το μεσοσπονδύλια διαστήματα Α5-Α6 και Α6-Α7 συνήθως συμμετέχουν περισσότερο λόγω του μεγαλύτερου εύρους κίνησης. Χαρακτηριστικό της αυχενικής στένωσης είναι ότι η έναρξη των συμπτωμάτων είναι ήπια και ακολουθείται από περιόδους σταθεροποίησης και αφού εξελιχθεί εμφανίζονται συμπτώματα αυχενικής μυελοπάθεια (πίεση του νωτιαίου μυελού) και ριζοπάθειας (πίεση των νεύρων).
 
Η κλινική εικόνα εξαρτάται από την βαρύτητα της αυχενικής μυελοπάθειας που μπορεί να είναι η αστάθεια στην βάδιση, άλγος στον αυχένα με αντανάκλαση στην ινιακή περιοχή του κρανίου (κεφαλαλγία), άλγος στους ώμους και ριζιτικό άλγος στα χέρια. Όταν η πάθηση εξελιχθεί εμφανίζονται αισθητικές διαταραχές στα χέρια, δυσχέρεια ή αδυναμία βάδισης, έντονη μυϊκή αδυναμία, τρόμος και ακράτεια ούρων.
 
Η διαγνωστική προσέγγιση αφορά της κλινική εξέταση και την διενέργεια απεικονιστικών εξετάσεων όπως απλή ακτινογραφία αυχένος και στην συνέχεια μαγνητική τομογραφία αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης.
 
Η αντιμετώπιση της αυχενικής στένωσης είναι πλέον αρκετά απλή και ασφαλής. Εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τον βαθμό της στένωσης και την σοβαρότητα των συμπτωμάτων. Η νέα αντίληψη που επικρατεί είναι ότι η συντηρητική αντιμετώπιση δεν ωφελεί και έχει υψηλό βαθμό αποτυχίας γιατί η εξέλιξη της πάθησης συνεχίζεται σε ποσοστό που κυμαίνεται από 70% έως 90%.
 
Η νευροχειρουργική αντιμετώπιση της αυχενικής στένωσης ή σπονδύλωσης γίνεται για δύο κυρίως λόγους: απαλλάσει τον ασθενή από τον πόνο και σταθεροποιεί τον βαθμό της πάθησης μή αφήνοντας την περεταίρω επιδείνωση και εξέλιξη. Ο κανόνας είναι ότι οι ασθενείς με αυχενική στένωση θα πρέπει να αντιμετωπίζονται προφυλακτικά για να αποφευχθεί η ανάπτυξη αυχενικής μυελοπάθειας. Οι μικροχειρουργικές τεχνικές μας δίνουν της δυνατότητα να γίνονται αυτές οι επεμβάσεις με ασφάλεια αφού στην πλειονότητα των περιπτώσεων χρειάζεται μόνο μία ημέρα νοσηλείας.
 
Οι πρόσθιες προσπελάσεις χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο ήτε με την διενέργεια δισκεκτομής και τοποθέτησης μεσοσπονδύλιου προθέματος (PEEK) όταν η πίεση είναι από το μεσοσπονδύλιο διάστημα ήτε με σωματεκτομή και τοποθέτηση διατεινόμενου κλωβού όταν η πίεση προέρχεται από το σώμα του σπονδύλου.
 
Η οσφυϊκή στένωση ή σπονδύλωση αφορά την κατάσταση κατά την οποία υπάρχει ήτε κεντρική  στένωση που αφορά το σπονδυλικό σωλήνα ήτε πλάγια στένωση που αφορά το πλάγιο κόλπωμα. Σχετική στένωση ονομάζεται όταν η διάμετρος είναι από 10 έως 12 χιλιοστά και απόλυτη στένωση όταν είναι κάτω των 10 χιλιοστών.

Η οσφυϊκή στένωση οφείλεται σε υπερτροφία του ωχρού συνδέσμου που ασκεί οπίσθια πίεση και η αποπλάτυνση του μεσοσπονδύλιου δίσκου με τα οστεόφυτα που ασκούν πρόσθια πίεση επί των νευρικών στοιχείων.
 
Τα συμπτώματα εμφανίζονται στην έκτη ή έβδομη δεκαετία και κυρίως είναι η χαρακτηρηστική διαλείπουσα χωλότητα με τον ασθενή να περπατάει μία ορισμένη απόσταση και να χρειάζεται να σταματήσει για λίγο για να συνεχίσει. Η απόσταση αυτή μειώνεται σταδιακά και καθώς η πάθηση εξελίσεται επιπροστήθεται ο νευρογενής ριζιτικός πόνος από την πίεση της εξερχόμενης νωτιαίας ρίζας και εμφανίζεται χωλότητα κατά την βάδιση. Ο ασθενής αναφέρει άλγος με αντανάκλαση στο πόδι κατά την βάδιση και στην συνέχεια κατά την ανάπαυση (με την εξέλιξη της πάθησης), αδυναμία, ακράτεια ούρων και μούδιασμα με τελικό αποτέλεσμα την αδυναμία βάδισης.

Η διαγνωστική προσέγγιση αφορά την κλινική εξέταση και την διενέργεια απεικονιστικών εξετάσεων με μαγνητική τομογραφία. Αυτό που κυρίως πρέπει να καθοριστεί είναι εάν συνυπάρχει αστάθεια της σπονδυλικής στήλης εκτός από την στένωση.
 
Η συντηρητική αντιμετώπιση εφαρμόζεται μόνο σε ασθενείς με ήπια μορφής στένωση και με ήπια συμπτώματα. Η αντιμετώπιση ασθενών με προχωρημένη κεντική στένωση ή πλάγια στένωση με έντονο ριζιτικό άλγος και δυσχέρεια στην βάδιση είναι σίγουρο ότι θα αποτύχει και θα καθυστερήσει την οριστική θεραπεία της πάθησης.
 
Η νευροχειρουργική αντιμετώπιση της οσφυϊκής στένωσης είναι πλέον ρουτίνα, προσφέροντας άμεση και οριστική απαλαγή από τον πόνο συντελώντας στην ριζική θεραπεία. Κυρίως εφαρμόζονται μικροχειρουργικές τεχνικές με αποσυμπίεση των νευρικών στοιχείων χωρίς να αλλάξει η σταθερότητα της σπονδυλικής στήλης. Γι’ αυτό στην πλειονότητα των ασθενών δεν χρειάζονται μεγάλες επεμβάσεις όπως σπονδυλοδεσία. Η διενέργεια σπονδυλοδεσίας για την οσφυϊκή στένωση έχει πλέον εγκαταληφθεί για τον απλό λόγο ότι με τις σύχγρονες νευροχειρουργικές τεχνικές δεν επηρεάζεται η σταθερότητα της σπονδυλικής στήλης.
 
Στην κλινική μας (Νευροχειρουργικό τμήμα ‘Ιασώ Θεσσαλίας) πλέον διενεργούνται σε καθημερινή βάση, νευροχειρουργικές επεμβάσεις για την αντιμετώπιση της αυχενικής και οσφυϊκής στένωσης. Επίσης, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η ηλικία δεν αποτελεί αντένδειξη αφού η αυχενική και η οσφυϊκή στένωση αφορούν παθήσεις που εμφανίζονται μετά την έκτη δεκαετία  και θεωρούνται επεμβάσεις χαμηλού κινδύνου, με μέγιστη διάρκεια νοσηλείας τις 48 ώρες.